αντιβόλαιο(ν)
Смотреть что такое "αντιβόλαιο(ν)" в других словарях:
αντίβολο — αντίβολο, το και αντιβόλαιο, το πρωτότυπο χειρόγραφο ή σχέδιο με το οποίο συγκρίνονται αντίγραφα, για να διαπιστωθεί η ακρίβειά τους: Δεν υπάρχει δυστυχώς αντίβολο, για να διαπιστωθεί η ακρίβεια των αντιγράφων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)