αντιβόλαιο(ν)

αντιβόλαιο(ν)
то см. αντιβόλι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αντιβόλαιο(ν)" в других словарях:

  • αντίβολο — αντίβολο, το και αντιβόλαιο, το πρωτότυπο χειρόγραφο ή σχέδιο με το οποίο συγκρίνονται αντίγραφα, για να διαπιστωθεί η ακρίβειά τους: Δεν υπάρχει δυστυχώς αντίβολο, για να διαπιστωθεί η ακρίβεια των αντιγράφων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»